κραυγίας

κραυγίας
κραυγίᾱς , κραυγίας
that takes fright at a cry
masc acc pl
κραυγίᾱς , κραυγίας
that takes fright at a cry
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κραυγίας — κραυγίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα ίας (πρβλ. κολπ ίας, κοχλ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”